- αποβλάκωση
- ητο να έχει αποβλακωθεί κάποιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποβλακώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Γ. Βακαλόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποβλάκωση — αποβλάκωση, η και αποβλάκωμα, το χαύνωση διανοητική, ξεμώραμα: Τέτοια αποβλάκωση σ αυτή την ηλικία πρώτη φορά βλέπω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκολοκύντωσις — ἀποκολοκύντωσις, η (Α) μετασχηματισμός σε κολοκύθα, αποβλάκωση (τίτλος έργου του Σενέκα, που παρωδεί την «αποθέωση» του αυτοκράτορα Κλαυδίου). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κολοκύνθη ή αττ. ντη, κατά το αποθέωσις] … Dictionary of Greek
μαλάκα — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… … Dictionary of Greek
μώρανση — η (Α μώρανσις) [μωραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μωραίνω, μωρία, αποβλάκωση … Dictionary of Greek
ξεκούτιασμα — το [ξεκουτιάζω] ξεμώραμα, αποβλάκωση … Dictionary of Greek
χαυνότητα — η / χαυνότης, ητος, ΝΜΑ [χαῡνος] η ιδιότητα τού χαύνου, νωθρότητα, μαλθακότητα αρχ. 1. το να έχει κάτι πορώδη, σπογγώδη υφή, να έχει αραιή σύσταση, να μην είναι συνεκτικό, να είναι μαλακό (α. «γῆ ὑπὸ χαυνότητος εὔθρυπτος», Πλούτ. β. «τὰ φυτὰ… … Dictionary of Greek
αποβλακωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην αποβλάκωση: Τα ναρκωτικά είχαν πάνω του αποβλακωτική επίδραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκολοκύνθωση — η αποβλάκωση, ξεμώραμα: Μου φαίνεται πως αυτός έχει πάθει αποκολοκύνθωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποτυφλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω κάποιον εντελώς τυφλό: Με την εγχείρηση που του έκαναν αποτυφλώθηκε. 2. αποβλακώνω: Αποτυφλωμένος από το μίσος δεν έβλεπε ούτε το προσωπικό του ούτε των δικών του το συμφέρον. Ουσ. αποτύφλωση, η τέλεια τύφλωση,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαβλακομάρα — ζαβλακομάρα, η και ζαβλάκωμα, το, ατος αποβλάκωση, αποχαύνωση: Έχει ζαβλακομάρα από το πολύ πιοτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)